βιονομία

βιονομία
Κλάδος της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στους ζωντανούς οργανισμούς, καθώς και τις σχέσεις τους με το περιβάλλον. Σήμερα η λέξη β. έχει αντικατασταθεί από τον όρο οικολογία (βλ. λ.).
* * *
η
η επιστήμη που μελετά τις σχέσεις των οργανισμών μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βιονομία — η κλάδος της βιολογίας ο οποίος εξετάζει τους νόμους που διέπουν τις σχέσεις των οργανισμών μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

  • βιονομικός — ή, ό σχετικός με τη βιονομία …   Dictionary of Greek

  • οικολογία — η κλάδος της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις οργανισμών και περιβάλλοντος, αλλ. βιονομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”